- επταβοιος
- ἑπτάβοιοςἑπτά-βοιος2
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επτάβοιος — ἑπτάβοιος, ον (Α) επταβόειος* («ἑπτάβοιον ἄρρηκτον σάκος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + * βο(F)ιος (πρβλ. σανσκρ. gavya «βούτυρο». Παλαιότερος τ. τού επιθέτου βόειος (< βους). Απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εννεά βοιος, εκατόμ βοιος)] … Dictionary of Greek
ἑπτάβοιον — ἑπτάβοιος masc/fem acc sg ἑπτάβοιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)